- αμυλοπλάστες
- Κυτταρικό συστατικό του αμύλου μέσα στο οποίο επιτελείται η αμυλοπλασία, δηλαδή η διεργασία εκείνη που με τη φωτοσύνθεση από το διοξείδιο του άνθρακα και τους υδρατμούς της ατμόσφαιρας παράγει άμυλο. Οι α. μπορούν αρκετά εύκολα να μεταβληθούν σε χλωροπλάστες, με την επίδραση του φωτός, όπως συμβαίνει, για παράδειγμα, με τις πατάτες, όταν αυτές εκτεθούν στο φως.
Dictionary of Greek. 2013.